- Λοκρικῆς
- Λοκρικόςthe Locriansfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ökonomīdis — Ökonomīdis, I. N., Professor an der Universität in Corfu, Alterthumsforscher; er schr.: Λοκρικῆς ἀνεκδότου ἐπιγραφῆς διαφώτισις, Corfu 1850; vgl. Rost, Alte Lokrische Inschrift von. Chaleion od. Öantheia, mit den Bemerkungen von Ö., Lpz. 1854 … Pierer's Universal-Lexikon
εχθός — ἐχθός (Α) επίρρ. εκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. (λοκρικής, δελφικής διαλέκτου) τού εκτός (< εξ + επιρρ. κατάλ. τος), πρβλ. εν τός, λατ. in tus] … Dictionary of Greek
οπόεις — ὀπόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.) 2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῡς ονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ ἐνέμοντ Ὀπόεντά… … Dictionary of Greek
Ξενόκριτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας λυρικός (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τους Επιζεφύριους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν τυφλός εκ γενετής και σύγχρονος του Στησίχορου. Ο Πλούταρχος τον είχε αποκαλέσει «ηγεμόνα… … Dictionary of Greek
Οικονομίδης — Επώνυμο Κυπρίων λογίων. 1. Πέτρος (; – 1821). Πρόκριτος, δημογέροντας και φιλικός. Καταγόταν από τη Λευκωσία της Κύπρου. Οι Τούρκοι υποπτεύθηκαν τη συνεργασία του με τους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης και τον αποκεφάλισαν μαζί με άλλους… … Dictionary of Greek
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek